Η ενδομητρίωση συνδέεται με μείωση της γονιμότητας, πριν γίνει χειρουργικά διάγνωση της πάθησης, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Human Reproduction, μία από τις κορυφαίες επιστημονικές επιθεωρήσεις αναπαραγωγικής ιατρικής παγκοσμίως.

 

Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που εξέτασε τα ποσοστά γεννήσεων σε τόσο μεγάλο αριθμό γυναικών οι οποίες έκαναν χειρουργική επέμβαση για να επαληθευτεί η ενδομητρίωση. Δεν υπάρχει εξέταση για τη διάγνωση της ενδομητρίωσης και μόνο χειρουργικά μπορεί να είναι σίγουρος ακόμα και ένας εξειδικευμένος ιατρός ότι όντως η ασθενής πάσχει από αυτή τη μυστηριώδη γυναικολογική πάθηση.

 

Ερευνητές από τη Φινλανδία διαπίστωσαν ότι ο αριθμός των γυναικών που έγιναν μητέρες για πρώτη φορά πριν από τη διάγνωση, ήταν μειωμένος κατά περίπου 50% σε σχέση με τις γυναίκες που δεν πάσχουν από αυτή την επώδυνη γυναικολογική πάθηση. Αυτό μάλιστα συνέβαινε ανεξάρτητα από τη μορφή ενδομητρίωσης που είχαν οι γυναίκες: ωοθηκική, περιτοναϊκή, εν τω βάθει ενδομητρίωση ή άλλους τύπους.

 

Επιπλέον, τα στοιχεία έδειξαν ότι ο αριθμός των μωρών που γέννησαν οι γυναίκες πριν από τη διάγνωση της ενδομητρίωσης ήταν σημαντικά μειωμένος, σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν είχαν ενδομητρίωση.

 

Ο επικεφαλής της μελέτης, καθηγητής Oskari Heikinheimo, του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Ελσίνκι, είπε: «Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι οι γιατροί που παρακολουθούν γυναίκες οι οποίες υποφέρουν από επώδυνη έμμηνο ρύση και χρόνιο πυελικό πόνο, θα πρέπει να έχουν κατά νου την πιθανότητα ότι μπορεί να πάσχουν από ενδομητρίωση, ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η πάθηση. Οι γιατροί θα πρέπει να συζητήσουν με αυτές τις γυναίκες τις πιθανές επιπτώσεις στη γονιμότητά τους, όχι μόνο εξαιτίας της ηλικίας τους. Τα προβλήματα γονιμότητας θα πρέπει να ελαχιστοποιηθούν προσφέροντας την κατάλληλη θεραπεία για την ενδομητρίωση χωρίς καθυστέρηση».

 

Η ενδομητρίωση είναι μια χρόνια φλεγμονώδης πάθηση από την οποία υποφέρει η 1 στις 10 γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Ιστός σαν αυτόν της επένδυσης της μήτρας (του ενδομητρίου) αναπτύσσεται σε άλλα σημεία του σώματος, όπως οι ωοθήκες και οι σάλπιγγες.

 

Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν επώδυνη έμμηνο ρύση, πόνο στην περιοχή της πυέλου (λεκάνης), επώδυνη σεξουαλική επαφή και δυσκολία να μείνει η γυναίκα έγκυος (υπογονιμότητα).

Έχει υπολογιστεί ότι περνούν 5-12 χρόνια από την εκδήλωση των συμπτωμάτων μέχρι να γίνει η διάγνωση της ενδομητρίωσης. Η μόνη ασφαλής μέθοδος αξιόπιστης διάγνωσης και ταξινόμησης του τύπου της ενδομητρίωσης είναι μέχρι στιγμής η χειρουργική επέμβαση. Η διάγνωση με υπερηχογραφικά ευρήματα ή μόνο από τα συμπτώματα είναι αποδεκτή από μέρος της επιστημονικής κοινότητας.

 

Οι ερευνητές εξέτασαν 18.324 γυναίκες στη Φινλανδία, ηλικίας μεταξύ 15 και 49 ετών, οι οποίες είχαν χειρουργική επαλήθευση της ενδομητρίωσης μεταξύ 1998 και 2012.  Τις συνέκριναν με  35.793 γυναίκες ανάλογης ηλικίας που δεν είχαν διαγνωστεί με ενδομητρίωση.

 

Η περίοδος παρακολούθησης ξεκίνησε στην ηλικία των 15 ετών και συνεχίστηκε μέχρι τον πρώτο τοκετό ζωντανού μωρού, την αφαίρεση των ωοθηκών ή της μήτρας, τη στείρωση ή μέχρι τη χειρουργική διάγνωση της ενδομητρίωσης (ό,τι προέκυπτε πρώτο). Η ομάδα των γυναικών με ενδομητρίωση χωρίστηκε σε τέσσερις ομάδες ανάλογα με τον τύπο της ενδομητρίωσης.

 

Ο μέσος χρόνος παρακολούθησης πριν από τη χειρουργική διάγνωση ήταν 15,2 έτη. Η μέση ηλικία κατά τη στιγμή της διάγνωσης της ενδομητρίωσης ήταν τα 35 έτη.

 

Συνολικά 7.363 γυναίκες (ποσοστό 40%) με ενδομητρίωση και 23.718 γυναίκες (66%) χωρίς ενδομητρίωση γέννησαν ζωντανό μωρό κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης.

 

Το ποσοστό γέννησης ζωντανού μωρού στην πρώτη εγκυμοσύνη στις γυναίκες με ενδομητρίωση ήταν το μισό από αυτό των γυναικών που δεν είχαν την πάθηση (0,51%).

 

Όταν ανέλυσαν τα στοιχεία με βάση τη δεκαετία γέννησης των γυναικών, το ποσοστό γεννήσεων μειώθηκε και στις δύο ομάδες γυναικών.

 

Τις τελευταίες δεκαετίες, στις γυναίκες με ενδομητρίωση παρατηρούνται όλο και χαμηλότερα ποσοστά γέννησης ζωντανού μωρού στην πρώτη εγκυμοσύνη, σε σύγκριση με τις γυναίκες χωρίς ενδομητρίωση.

 

Στις γυναίκες που είχαν γεννηθεί το 1940-1949, η διαφορά στα ποσοστά ζώντων γεννήσεων μεταξύ των δύο ομάδων ήταν 28% πριν από τη χειρουργική διάγνωση της ενδομητρίωσης. Αυτή η διαφορά αυξήθηκε σταθερά και έφθασε στο 87% μέχρι το 1970-1979.

 

«Υποθέτουμε ότι αυτό συμβαίνει επειδή αυξάνεται συνεχώς η ηλικία των γυναικών που γεννούν το πρώτο τους μωρό, γίνεται πιο νωρίς η χειρουργική διάγνωση της ενδομητρίωσης και συσσωρεύονται οι επιπτώσεις της ενδομητρίωσης σε γυναίκες που έχουν την πάθηση», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης.

 

Ο αριθμός των παιδιών που είχαν οι γυναίκες πριν από τη διάγνωση της ενδομητρίωσης ήταν 1,93 και 2,16 για τις γυναίκες χωρίς ενδομητρίωση.

 

«Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτή η μελέτη αναφέρεται σε γεννήσεις ζωντανών μωρών πριν από την οριστική διάγνωση της ενδομητρίωσης. Στη συνέχεια, θα ανακοινώσουμε τα ποσοστά γονιμότητας μετά τη χειρουργική διάγνωση και θεραπεία της ενδομητρίωσης. Ελπίζουμε ότι η γονιμότητα των γυναικών με ενδομητρίωση θα φτάσει τη γονιμότητα των γυναικών χωρίς την πάθηση, μετά από χειρουργική αντιμετώπιση».

 

https://academic.oup.com/humrep/advance-article/doi/10.1093/humrep/dead120/7218807