ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ

Εγκυμοσύνη: Η έκθεση σε ακραία υψηλές ή χαμηλές θερμοκρασίες επηρεάζει την ανάπτυξη του εμβρύου

Εγκυμοσύνη: Η έκθεση σε ακραία υψηλές ή χαμηλές θερμοκρασίες επηρεάζει την ανάπτυξη του εμβρύου

Τις επιπτώσεις των υψηλών και των χαμηλών θερμοκρασιών στην ανάπτυξη των εμβρύων μελέτησαν Ισραηλινοί ερευνητές.

 

Οι ερευνητές ανάλυσαν τα στοιχεία για 624.940 γυναίκες με μονήρη κύηση, που έφεραν στον κόσμο το μωρό τους στο Ισραήλ κατά την περίοδο 2010-2014. Οι ερευνητές αποκάλυψαν ότι οι πολύ υψηλές και οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες συνδέονται με τη γέννηση ελλιποβαρών μωρών. Ο πιο επιβαρυντικός παράγοντας ήταν η πολλή ζέστη κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης.

 

Στην ερευνητική ομάδα συμμετείχαν επιστήμονες από την Ιατρική Σχολή Azrieli του Πανεπιστημίου Bar-Ilan, το Τμήμα Γεωγραφίας και Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου της Χάιφα, του Πανεπιστημίου Ben-Gurion, της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας του Ισραήλ και Ισπανοί συνάδελφοί τους.

 

Οι ερευνητές συνέλεξαν δεδομένα, δημιούργησαν μοντέλα και χάρτες και ανέλυσαν όλα τα στοιχεία για τις καταγεγραμμένες γεννήσεις ζώντων βρεφών, πληροφορίες για την τοποθεσία που γεννήθηκε το κάθε μωρό και τις θερμοκρασίες καθ ‘όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

 

Στη συνέχεια χώρισαν τη χώρα σε τρεις κλιματικές ζώνες και πραγματοποίησαν μια στατιστική ανάλυση συγκρίνοντας όλα τα δεδομένα σε επίπεδο ημερών, εβδομάδων και τριμήνων καθ ‘όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, χρησιμοποιώντας την τελευταία λέξη της τεχνολογίας και τα αναλυτικά στοιχεία που έχουν καταγραφεί για κάθε εγκυμοσύνη και κάθε γέννηση.

 

Το εξαιρετικά μεταβλητό κλίμα του Ισραήλ, που καθορίζεται από το υψόμετρο, το γεωγραφικό πλάτος και την εγγύτητα στη Μεσόγειο θάλασσα, ταξινομήθηκε σε τρεις κλιματολογικές ζώνες: Μεσογειακή (χαρακτηρίζεται από ξηρό, ζεστό καλοκαίρι), ημίξηρο και έρημο/άνυδρο (και τα δύο χαρακτηρίζονται από ξηρό κλίμα και υψηλές θερμοκρασίες).

 

Οι ερευνητές πραγματοποίησαν μια στατιστική ανάλυση και αξιολόγησαν τη σχέση των θερμοκρασιών με το βάρος γέννησης των μωρών, λαμβάνοντας υπόψιν την θρησκευτική ομάδα που ανήκουν οι γονείς, το φύλο του μωρού, την οικογενειακή κατάσταση της μητέρας, την καταγωγή, την ηλικία, την εκπαίδευση, την κοινωνικοοικονομική τάξη και την εργασία τους.

 

Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι πολύ υψηλές και οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες επηρεάζουν σταθερά το βάρος γέννησης των μωρών. Οι ακραίες θερμοκρασίες παίζουν πολύ πιο σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια του δεύτερου και ιδιαίτερα του τρίτου τριμήνου.

 

Η ανάλυση και για τις τρεις κλιματικές ζώνες συνδυαστικά έδειξε αντίστροφες συσχετίσεις σχήματος U, δηλαδή οι ψυχρότερες και θερμότερες θερμοκρασίες σχετίζονται με χαμηλότερο μέσο όρο βάρους γέννησης σε σχέση τις μέσες θερμοκρασίες.

 

Το αντίστροφο μοτίβο σχήματος U ισχύει με βάση τη μέση θερμοκρασία σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

 

Οι γυναίκες που εκτέθηκαν σε μέσες θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της κύησης είχαν μωρά με βάρος 56-65 γραμμάρια μεγαλύτερο από αυτές που εκτέθηκαν σε ακραίες θερμοκρασίες, αφού διορθώθηκαν όλοι εκείνοι οι παράγοντες που θα μπορούσαν στατιστικά να επηρεάσουν το βάρος του μωρού.

 

Οι ισχυρότερες συσχετίσεις φάνηκε πως υπάρχουν όταν η έγκυος εκτίθεται σε ακραίες θερμοκρασίες κατά το τρίτο τρίμηνο της κύησης.

 

Οι αντίστροφες συσχετίσεις μεταξύ του βάρους γέννησης και των ψυχρότερων και θερμότερων θερμοκρασιών ήταν σημαντικές το πρώτο και το δεύτερο τρίμηνο, αλλά ήταν ασθενέστερες από τις αντίστοιχες εκτιμήσεις για το τρίτο τρίμηνο.

 

«Η μελέτη μας απέδειξε ότι οι υψηλές και χαμηλές θερμοκρασίες σχετίζονται άμεσα με το βάρος γέννησης σε όλες τις γεννήσεις που έγιναν στο Ισραήλ κατά τη διάρκεια των πέντε ετών. Το χαμηλότερο βάρος γέννησης μπορεί να υποδεικνύει ανωμαλίες στην ενδομήτρια ανάπτυξη και αποτελεί παράγοντα κινδύνου για νοσηρότητα κατά την πρώιμη παιδική ηλικία και γενικά στη ζωή», είπαν οι ερευνητές.

 

Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ: https://ehp.niehs.nih.gov/doi/10.1289/EHP8117

 

Σκλήρυνση κατά πλάκας: Δεν αυξάνονται οι πιθανότητες επιπλοκών στην εγκυμοσύνη

Σκλήρυνση κατά πλάκας: Δεν αυξάνονται οι πιθανότητες επιπλοκών στην εγκυμοσύνη

Μία νέα μελέτη Δανών ερευνητών καθησυχάζει τις γυναίκες που πάσχουν από σκλήρυνση κατά πλάκας (πολλαπλή σκλήρυνση) και θέλουν να αποκτήσουν παιδί.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, η πολλαπλή σκλήρυνση δεν αυξάνει σημαντικά τους κινδύνους επιπλοκών της εγκυμοσύνης.

«Καταλαβαίνουμε γιατί οι γυναίκες με πολλαπλή σκλήρυνση μπορεί να ανησυχούν για τους κινδύνους της εγκυμοσύνης» είπε η επικεφαλής της μελέτης Dr. Melinda Magyari, από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης.

Στη μελέτη, οι ερευνητές συνέκριναν από το 1997 μέχρι το 2016 τις εγκυμοσύνες 2930 γυναικών με σκλήρυνση κατά πλάκας (μέση διάρκεια της νόσου, 6,38 έτη) με τις εγκυμοσύνες 56.958 μεταξύ των γυναικών που δεν έπασχαν από αυτή την αυτοάνοση ασθένεια.

«Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι δεν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος γενετικών ανωμαλιών για τα μωρά που γεννιούνται από γυναίκες με σκλήρυνση κατά πλάκας, αλλά υπάρχουν ακόμα πολλές άγνωστες πτυχές της εγκυμοσύνης σε περιπτώσεις γυναικών με σκλήρυνση κατά πλάκας. Θελήσαμε λοιπόν να διαπιστώσουμε εάν αυτές οι ασθενείς έχουν υψηλότερο κίνδυνο επιπλοκών της εγκυμοσύνης. Διαπιστώσαμε ότι οι εγκυμοσύνες τους ήταν εξίσου καλές με εκείνες των μητέρων που δεν πάσχουν από πολλαπλή σκλήρυνση”.

Οι Δανοί ερευνητές διαπίστωσαν ότι δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές στα ποσοστά κινδύνου στις περισσότερες επιπλοκές της εγκυμοσύνης όπως η προεκλαμψία, ο διαβήτης κύησης, οι επιπλοκές που σχετίζονται με τον πλακούντα, η ανάγκη καισαρικής τομής, η θνησιγένεια, ο πρόωρος τοκετός, οι συγγενείς δυσπλασίες, η χαμηλή βαθμολογία Apgar (τεστ που γίνεται για την υγεία του μωρού αμέσως μετά τον τοκετό και περιλαμβάνει έλεγχο του καρδιακού ρυθμού, των αντανακλαστικών και του μυϊκού τόνου).

Οι γυναίκες με πολλαπλή σκλήρυνση γεννούν πιο συχνά με καισαρική

Τα στοιχεία έδειξαν ότι στις γυναίκες με πολλαπλή σκλήρυνση ήταν αυξημένο το ποσοστό των περιπτώσεων που κρίθηκε απαραίτητη η καισαρική τομή (14%) σε σχέση με του γενικού πληθυσμού (8%). Μετά την προσαρμογή για άλλους παράγοντες (όπως μια προηγούμενη καισαρική τομή ή η ηλικία της μητέρας) οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες με σκλήρυνση κατά πλάκας είχαν 89% περισσότερες πιθανότητες να κάνουν καισαρική τομή.

«Πιστεύουμε ότι ο λόγος για τον οποίο περισσότερες γυναίκες με σκλήρυνση κατά πλάκας γεννούν με καισαρική τομή ή κάνουν πρόκληση τοκετού μπορεί να σχετίζεται με συμπτώματα της ασθένειας, όπως μυϊκή αδυναμία, σπαστικότητα ή κόπωση, που μπορεί να επηρεάσουν τον τοκετό. Αυτά τα συμπτώματα μπορεί να προκαλέσουν μεγαλύτερη κούραση στη μητέρα και πιθανώς επιπλοκές, γεγονός που οδηγεί τους μαιευτήρες να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα» είπε η επικεφαλής της μελέτης.

Άλλα ευρήματα ήταν ότι οι γυναίκες με σκλήρυνση κατά πλάκας είχαν:

  • 15% περισσότερες πιθανότητες να κάνουν πρόκληση τοκετού
  • 29% περισσότερες πιθανότητες να γεννήσουν μωρά που ήταν μικρά για την ηλικία κύησης

Πιο αναλυτικά, τα στοιχεία έδειξαν ότι οι γυναίκες που πάσχουν από πολλαπλή σκλήρυνση είχαν τις ακόλουθες πιθανότητες επιπλοκών της εγκυμοσύνηςπου δεν διαφέρουν στατιστικά από τις υγιείς γυναίκες. Σε παρένθεση αναφέρεται το ποσοστό κινδύνου των γυναικών που δεν πάσχουν από την ασθένεια:

  • Προεκλαμψία / διαβήτης κύησης: 0,93 (0,77-1,13).
  • Επείγουσα καισαρική τομή: 1,03 (0,90-1,17).
  • Τοκετός με εμβρυουλκία: 1.13 (0.97-1.31).
  • Χαμηλό σκορ Apgar: 0,90 (0,56-1,44).
  • Ενδομήτριος θάνατος του μωρού1,17 (0,68-2,00).
  • Πρόωρος τοκετός: 1,12 (0,95-1,33).
  • Συγγενείς δυσπλασίες: 1,02 (0,87-1,19).

Οι γυναίκες που πάσχουν από σκλήρυνση κατά πλάκας είχαν υψηλότερες πιθανότητες για:

  • Προγραμματισμένη καισαρική τομή: 1,89 (1,65-2,16).
  • Πρόκληση τοκετού: 1,15 (1,01-1,31).
  • Γέννηση μικρού μωρού σε σχέση με τις εβδομάδες κύησης: 1,29 (1,04-1,60).

Οι γυναίκες που πάσχουν από σκλήρυνση κατά πλάκας είχαν χαμηλότερες πιθανότητες για:

  • Επιπλοκές που σχετίζονται με τον πλακούντα: 0,62 (0,40-0,94).
  • Σημάδια που υποδηλώνουν ασφυξία του νεογνού: 0,87 (0,78-0,97).

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Neurology Clinical Practice: https://cp.neurology.org/content/early/2021/02/03/CPJ.0000000000001035

 

Τα αποτελέσματα της χειρουργικής αντιμετώπισης της βαθιάς ενδομητρίωσης που επηρεάζει τα νεύρα

Τα αποτελέσματα της χειρουργικής αντιμετώπισης της βαθιάς ενδομητρίωσης που επηρεάζει τα νεύρα

Η λαπαροσκοπική αντιμετώπιση της βαθιάς (εν τω βάθει) ενδομητρίωσης που επηρεάζει τις ρίζες του ιερού πλέγματος και το ισχιακό νεύρο βελτιώνει τα συμπτώματα της ασθενούς, την ποιότητα ζωής και αυξάνει τις πιθανότητες εγκυμοσύνης, σύμφωνα με νέα αναδρομική μελέτη.

Η γαλλική μελέτη, που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Minimally Invasive Gynecology (Ελάχιστα Επεμβατικής Γυναικολογίας), έδειξε επίσης ότι ο πόνος μειώνεται αμέσως μετά την επέμβαση, αλλά ορισμένα αισθητήρια ή κινητικά προβλήματα είναι πιθανό να εξακολουθήσουν να υφίστανται για μήνες ή χρόνια.

H μελέτη αξιολόγησε τα μετεγχειρητικά αποτελέσματα για ένα έτος, σε ασθενείς που είχαν μεγάλες εστίες ενδομητρίωσης, οι οποίες επηρέαζαν το ιερό πλέγμα, το οποίο ελέγχει τη λειτουργία του εντέρου και της ουροδόχου κύστης, την κινητικότητα και την ευαισθησία του περινέου, των γλουτών και του ποδιούδήλωσε ο επικεφαλής της έρευνας Οράς Ρομάν.

Στην μελέτη έλαβαν μέρος 52 γυναίκες με βαθιά ενδομητρίωση, η οποία επηρέαζε τις ρίζες του ιερού πλέγματος και το ισχιακό νεύρο. Το 92% των γυναικών είχε εστίες στο ιερό πλέγμα και το 5,8% στο ισχιακό νεύρο. Το 82,7% των ασθενών είχε πόνο στους γλουτούς ή το πόδι, το 21,2% είχε νευραλγία των ποδιών και το 27% των ασθενών παρουσίαζε αδυναμία στην κίνηση των ποδιών.

Στις χειρουργικές επεμβάσεις των νεύρων της λεκάνης, πραγματοποιήθηκε πλήρης απελευθέρωση και αποσυμπίεση σε 48 ασθενείς (92,3%), εκτομή του επινεύριου σε τρεις ασθενείς (5,8%) και ενδο-νευρική εκτομή σε μία ασθενή (1,9%).

Το πεπτικό σύστημα είχε επηρεαστεί στο 82,7% των περιπτώσεων και το ουροποιητικό στο 46,2%. Ορθοκολπικό συρίγγιο εμφανίστηκε στο 13,5% των περιπτώσεων.

Αυτοκαθετηριασμός της ουροδόχου κύστης χρειάστηκε να γίνει στο 27% των περιπτώσεων στις 3 εβδομάδες μετά τη χειρουργική επέμβαση και στο 5,8% των περιπτώσεων μέσα στο πρώτο έτος.

Τον πρώτο χρόνο μετά το χειρουργείο, υπήρξε σημαντική βελτίωση της ποιότητας της ζωής των ασθενών που είχαν εστίες βαθιάς ενδομητρίωσης στο ιερό πλέγμα και το ισχιακό νεύρο.

Δύο χρόνια μετά το χειρουργείο, το συνολικό ποσοστό εγκυμοσύνης έφθασε το 77,2%, με φυσική σύλληψη στο 47% αυτών των περιπτώσεων.

Είμαστε ικανοποιημένοι που υπήρξε σημαντική βελτίωση στην ποιότητα της ζωής των ασθενών καθώς και μείωση του πόνου και πολύ καλά αποτελέσματα στο θέμα της γονιμότητας”, είπε ο επικεφαλής της έρευνας και συμπλήρωσε “Μας προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι αυτές οι μεγάλες εστίες δεν περιορίζονταν μόνο στο ιερό πλέγμα, αλλά επηρέαζαν και το ορθό, τον κόλπο, την ουροδόχο κύστη και τους ουρητήρες στις περισσότερες περιπτώσεις”.

Τα ευρήματα αυτά μας οδήγησαν σε μία πολύπλοκη χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία η ανατομή των πυελικών νεύρων αποτελούσε ένα μόνο σκέλος της επέμβασης και κάποιες φορές, όχι το πιο δύσκολο. Τα δυσμενή

μετεγχειρητικά αποτελέσματα σχετίζονται τόσο με τη δυσλειτουργία των νεύρων όσο και με επιπλοκές σε άλλα όργανα της πυέλου και ιδιαίτερα

στα χαμηλότερα ορθοκολπικά συρίγγια.

Επιπλέον, η μελέτη παρέχει τη βάση για τη δημιουργία μιας βήμα προς βήμα προσέγγισης στη βαθιά ενδομητρίωση που περιλαμβάνει το ιερό πλέγμα, η οποία θα μπορούσε να ακολουθείται ώστε να αποτρέπονται οι επιπλοκές.

Διαβάστε περισσότερα: https://www.jmig.org/article/S1553-4650(20)31107-9/abstrak

Βιταμίνη D: Η επάρκεια στην εγκυμοσύνη συνδέεται με υψηλό IQ του παιδιού

Βιταμίνη D: Η επάρκεια στην εγκυμοσύνη συνδέεται με υψηλό IQ του παιδιού

Τα υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης D κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συνδέονται με υψηλότερο IQ στα παιδιά, σύμφωνα με νέα μελέτη.

Η βιταμίνη D είναι σημαντική για τη σωστή λειτουργία του οργανισμού. Το “απόθεμα” βιταμίνης D της εγκύου περνάει στο έμβρυο και βοηθά στη ρύθμιση των διαδικασιών ανάπτυξής του, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης του εγκεφάλου.

Από τις γυναίκες που συμμετείχαν στη μελέτη, περίπου το 46% είχαν ανεπάρκεια βιταμίνης D κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από μια κοόρτη στο Τενεσί των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία ονομάζεται “Μελέτη για τις Συνθήκες που επηρεάζουν τη Νευρογνωστική Ανάπτυξη και τη Μάθηση στην Πρόωρη Παιδική ηλικία (CANDLE). Σε αυτή έχουν καταγραφεί αναλυτικά στοιχεία για γυναίκες που ήταν έγκυοι το 2006 και για την υγεία και ανάπτυξη των παιδιών τους τα επόμενα χρόνια.

Μετά τον έλεγχο για πολλούς άλλους παράγοντες που σχετίζονται με το IQ, τα υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης D στην εγκυμοσύνη συσχετίστηκαν με υψηλότερο IQ σε παιδιά ηλικίας 4 έως 6 ετών.

Η μελέτη μας δείχνει τις μακροχρόνιες επιπτώσεις που έχουν τα επίπεδα της βιταμίνης D πριν την εγκυμοσύνη και κατά την κύηση στο παιδί και τη νευρογνωστική του ανάπτυξη και πρέπει να ληφθούν υπόψιν από τους μαιευτήρες και τις εγκύους”, ανέφεραν οι ερευνητές.

Τα καλά νέα είναι ότι υπάρχει μια σχετικά εύκολη λύση. Μπορεί να είναι δύσκολο να ληφθεί επαρκής βιταμίνη D μέσω της διατροφής και να μην μπορούν όλες οι γυναίκες να καλύψουν το κενό μέσω της έκθεσης στον ήλιο, άρα μία καλή λύση είναι ένα συμπλήρωμα βιταμίνης D στην εγκυμοσύνη”, είπε η επικεφαλής της έρευνας.

Η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη βιταμίνης D είναι 600 διεθνείς μονάδες (IU).

Τα τρόφιμα που περιέχουν

 είναι μεταξύ άλλων: λιπαρά ψάρια, αυγά και εμπλουτισμένες πηγές όπως αγελαδινό γάλα και δημητριακά.

Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ: https://academic.oup.com/jn/advance-article-abstract/doi/10.1093/jn/nxaa309/5951845?redirectedFrom=fulltext

Βιοδείκτης του σπέρματος δείχνει τις πιθανότητες ενός ζευγαριού να αποκτήσει παιδί

Βιοδείκτης του σπέρματος δείχνει τις πιθανότητες ενός ζευγαριού να αποκτήσει παιδί

Ερευνητές στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης Amherst εντόπισαν έναν βιοδείκτη στο μιτοχονδριακό DNA σπέρματος, ο οποίος μπορεί να δείξει την γονιμότητα του άνδρα και τις πιθανότητες να επιτευχθεί εγκυμοσύνη στο ζευγάρι.

Ο δείκτης αυτός φαίνεται πως είναι χρήσιμος όχι μόνο για τα υπογόνιμα ζευγάρια, αλλά και για τον γενικό πληθυσμό και οι ερευνητές εκτιμούν ότι θα μπορούσε να δείχνει με μεγαλύτερη ακρίβεια την ανδρική υπογονιμότητα, σε σχέση με τις παραμέτρους του σπέρματος, στις οποίες βασιζόμαστε εδώ και χρόνια.

“Στην κλινική πρακτική, η διάγνωση της ανδρικής υπογονιμότητας δεν έχει αλλάξει εδώ και δεκαετίες. Αν και τα τελευταία 10-20 χρόνια έχει σημειωθεί τεράστια πρόοδος στην κατανόηση των μοριακών και κυτταρικών λειτουργιών του σπέρματος, η κλινική διάγνωση όμως δεν έχει ακολουθήσει τις εξελίξεις“, είπε ο Ρίτσαρντ Πίλσνερ, περιβαλλοντικός επιγενετιστής του UMass Amherst, ένας από τους ερευνητές της μελέτης που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Human Reproduction.

Ερευνητές διαφορετικών ειδικοτήτων χρησιμοποίησαν μετρήσεις στο εργαστήριο και στατιστικά μοντέλα.

Το μιτοχονδριακό DNA κληρονομείται από τη μητέρα και ο αριθμός αντιγράφων του μιτοχονδριακού DNA του σπέρματος (mtDNAcn) συνήθως μειώνεται κατά οκτώ έως 10 φορές κατά τη διάρκεια της σπερματογένεσης, για να διασφαλιστεί ότι είναι χαμηλό κατά τη γονιμοποίηση.

Προηγούμενες έρευνες έδειξαν ότι αυξημένες διαγραφές mtDNAcn και μιτοχονδριακού DNA (mtDNAdel) σχετίζονται με μειωμένη ποιότητα σπέρματος και χαμηλότερες πιθανότητες γονιμοποίησης σε άνδρες που είχαν απευθυνθεί σε κλινικές γονιμότητας.

“Το λογικό επόμενο βήμα ήταν να προσδιορίσουμε εάν η συσχέτιση μεταξύ των μιτοχονδριακών βιοδεικτών του σπέρματος και της γονιμοποίησης ισχύουν στον γενικό πληθυσμό”, είπαν οι ερευνητές.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δείγματα σπέρματος από την προοπτική μελέτη Longitudinal Investigation of Fertility and the Environment (LIFE), στην οποία έλαβαν μέρος 501 ζευγάρια από το Μίσιγκαν και το Τέξας (2005-2009) και στόχο είχε να εξεταστεί η σχέση του τρόπου ζωής τους με τη γονιμότητα.

Ανέλυσαν το mtDNAcn και το mtDNAdel του σπέρματος σε 384 δείγματα σπέρματος και τη σχέση τους με την πιθανότητα εγκυμοσύνης εντός ενός έτους. Διαπίστωσαν ότι οι άνδρες με υψηλότερο mtDNAcn σπέρματος είχαν έως και 50% λιγότερες πιθανότητες να μείνει έγκυος η σύντροφός τους φυσιολογικά ανά μήνα προσπάθειας και 18% λιγότερες πιθανότητες εγκυμοσύνης εντός 12 μηνών.

“Είναι αξιοσημείωτο ότι διαπιστώσαμε πως υπάρχει ισχυρή, αντίστροφη σχέση μεταξύ των μιτοχονδριακών βιοδεικτών σπέρματος και του χρόνου έως την εγκυμοσύνη των ζευγαριών”, ανέφεραν οι ερευνητές. “Το μιτοχονδριακό DNA του σπέρματος φαίνεται ότι δείχνει κάποιο υποκείμενο φαινόμενο που επηρεάζει τη λειτουργία του σπέρματος.”

Απαιτείται περισσότερη έρευνα για να διαπιστωθεί ο ρόλος των αλλαγών που μπορεί να προκύψουν στο mtDNAcn και στο mtDNAdel, από ελαττωματικά μιτοχόνδρια ή κατεστραμμένο mtDNA.

Ένα επόμενο βήμα είναι να εξεταστούν οι παράγοντες που παίζουν ρόλο στις αλλαγές του μιτοχονδριακού DNA του σπέρματος και οι οποίες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν περιβαλλοντικές τοξίνες ή άλλες αιτίες φλεγμονής και οξειδωτικού στρες.

Μπορείτε να διαβάστε περισσότερα εδώ: https://academic.oup.com/humrep/advance-article-abstract/doi/10.1093/humrep/deaa191/5918336?redirectedFrom=fulltext

Οι γυναίκες που επιθυμούν εγκυμοσύνη με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή συνιστάται να την αποφύγουν αυτό το χρονικό διάστημα

Οι γυναίκες που επιθυμούν εγκυμοσύνη με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή συνιστάται να την αποφύγουν αυτό το χρονικό διάστημα

Η Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής υιοθετεί τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας (ESHRE) σχετικά με τα προληπτικά μέτρα που αφορούν τη λοίμωξη από τον κορωνοϊό Covid-19 και σε ανακοίνωσή της αναφέρει:

Συστήνουμε στις γυναίκες που επιθυμούν εγκυμοσύνη με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή να αποφύγουν την εγκυμοσύνη σε αυτό το χρονικό διάστημα, ακόμη και εάν δεν πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια της λοίμωξης από τον Covid-19. Για τις γυναίκες που έχουν ήδη υποβληθεί σε πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας, προτείνουμε την αναβολή της εγκυμοσύνης με κατάψυξη ωαρίων ή εμβρύων και μεταγενέστερη εμβρυομεταφορά”.

Η τελευταία οδηγία της ESHRE (European Society of Human Reproduction and Embryology) αναφέρει: “συνιστάται η κρυοσυντήρηση του γενετικού υλικού και η διενέργεια της ιατρικής πράξης μεταγενέστερα, σε ασφαλέστερες συνθήκες”.

Με βάση τις ανωτέρω οδηγίες θα ολοκληρωθούν μόνο τα εν εξελίξει περιστατικά που είναι ήδη σε διαδικασία διέγερσης

Περνάμε όλοι μαζί αυτή τη δύσκολη περίοδο. Όσες ασθενείς μου έχουν ξεκινήσει τη διαδικασία διέγερσης, θα συνεχίσουμε κανονικά μέχρι το στάδιο της κρυοσυντήρησης των ωαρίων ή των εμβρύων. Την εμβρυομεταφορά θα την προγραμματίσουμε αργότερα, ανάλογα με τις εξελίξεις.

Όταν ξεπεράσουμε την πανδημία του κορονοϊού, με ασφάλεια θα συνεχίσουμε τις προσπάθειες για να αποκτήσουν παιδί όλα τα ζευγάρια που το θέλουν. Με χαρά μπορώ να απαντήσω σε όποια απορία έχετε και μπορείτε να μου στείλετε τα ερωτήματά σας. 

Να φροντίζετε τους εαυτούς σας και να τηρείτε, σας παρακαλώ, όλα τα μέτρα προστασίας. Να είστε όλοι καλά. 

Υπογονιμότητα: Βήμα-βήμα η πρώτη επίσκεψη στον γιατρό

Υπογονιμότητα: Βήμα-βήμα η πρώτη επίσκεψη στον γιατρό

Ένα ζευγάρι που έχει συχνά σεξουαλική επαφή πρέπει να αρχίσει να διερευνά εάν υπάρχει θέμα υπογονιμότητας όταν δεν έχει επιτευχθεί εγκυμοσύνη μέσα σε ένα χρόνο, εφόσον η γυναίκα έχει φυσιολογικό κύκλο.

Το ζευγάρι πρέπει να ζητήσει νωρίτερα τη βοήθεια γιατρού εάν η γυναίκα είναι άνω των 35 ετών ή εάν γνωρίζουν/υποπτεύονται πως η γυναίκα έχει πρόβλημα με την περίοδό της (π.χ. εξαιτίας ανωορρηξίας, ενδομητρίωσης, φλεγμονής), έχει πρόσφατη μητρορραγία, έχει συμφύσεις ή αποφραγμένες σάλπιγγες ή έχει υποβληθεί σε επέμβαση κύστης ωοθήκης.

Επίσης το ζευγάρι πρέπει να απευθυνθεί στον γιατρό όταν γνωρίζουν ή υποψιάζονται ότι ο άνδρας αντιμετωπίζει προβλήματα με το σπέρμα του (π.χ. από παρωτίτιδα σε μεγάλη ηλικία, τραυματισμό των όρχεων ή χημειοθεραπεία).

Η υπογονιμότητα δεν είναι ασθένεια, αλλά μία ένδειξη ότι είναι πιθανό να υπάρχει κάποιο πρόβλημα στον έναν ή και στους δύο συντρόφους. Είναι πολύ σημαντικό ο γιατρός να εντπιίσει το αίτιο της υπογονιμότητας, πριν χορηγηθεί οποιαδήποτε θεραπεία, έτσι ώστε να αποφύγουμε άσκοπες καθυστερήσεις στην επίλυση του προβλήματος.

Η υπογονιμότητα αφορά και τους δύο συντρόφους. Μπορεί να υπάρχει πρόβλημα στον ένα ή στον άλλο σύντροφο ή και στους δύο. Είναι σημαντικό να επισκεφθούν μαζί τον γιατρό για τη λήψη ενός καλού ιστορικού και από τους δύο, να κάνουν ερωτήσεις στον γιατρό και να πάρουν απαντήσεις, ενώ θα θυμούνται καλύτερα όλα όσα συζητήθηκαν.

Τι συμβαίνει στο πρώτο ραντεβού για τη διερεύνηση της υπογονιμότητας;

Ο γιατρός θα ρωτήσει τη γυναίκα για την ηλικία της και το χρονικό διάστημα που προσπαθεί να μείνει έγκυος.

Ακόμη θα ρωτήσει την ηλικία που άρχισε η περίοδός της, αν είναι σταθερή, τη διάρκεια του κύκλου, πόσες μέρες διαρκεί η περίοδος και αν υπάρχει πόνος κατά την διάρκεια της.

Θα ενημερωθεί για την ύπαρξη κυήσεων σε αυτή ή σε προηγούμενη σχέση καθώς και ποια ήταν η κατάληξη τους. Η γυναίκα δεν χρειάζεται να ανησυχεί αν θα ρωτήσει ο γιατρός για προηγούμενες διακοπές κυήσεων (που πιθανώς δε γνωρίζει ο τωρινός σύντροφος της) καθώς μπορεί να ενημερώσει τον γιατρό όταν είναι μόνοι τους π.χ. κατά την κλινική εξέταση. Όλες οι πληροφορίες είναι απόλυτα εμπιστευτικές.

Ο γιατρός πρέπει ακόμη να γνωρίζει για:

  • ύπαρξη σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων κατά το παρελθόν ή πυελικές φλεγμονές ή ιστορικό σκωληκοειδίτιδας και κάθε κοιλιακή επέμβαση γιατί μπορούν να προκαλέσουν συμφύσεις και αποφραγμένες σάλπιγγες.
  • συμπτώματα ενδεικτικά ενδομητρίωσης, όπως π.χ. πόνος μέσα βαθιά κατά την διάρκεια της σεξουαλικής επαφής ή δυσμηνόρροια
  • οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας και φαρμακευτική αγωγή
  • συνήθειες όπως κατανάλωση αλκοόλ και κάπνισμα

Ο γιατρός θα ρωτήσει τον άνδρα για το ιστορικό όλων των καταστάσεων που επηρεάζουν αρνητικά τη γονιμότητα, όπως:

  • χειρουργικές επεμβάσεις ή τραυματισμούς στους όρχεις ή ιστορικό παρωτίτιδας
  • σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα και πόνο στους όρχεις
  • τακτική λήψη φαρμάκων
  • συνήθειες όπως κατανάλωση αλκοόλ και κάπνισμα
  • επίτευξη κυήσεων με προηγούμενες συντρόφους

Ως ζευγάρι θα πρέπει να πείτε στον γιατρό πόσο συχνά έχετε σεξουαλικές επαφές και αν γίνονται σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή του κύκλου της γυναίκας, καθώς και εάν υπάρχουν προβλήματα με την σεξουαλική επαφή, όπως π.χ. πρόωρη εκσπερμάτωση.

Τέλος ο γιατρός θα σας εξετάσει και θα σας ζητήσει να κάνετε ορισμένες εξετάσεις.

Για τη γυναίκα απαραίτητες εξετάσεις είναι το διακολπικό υπερηχογράφημα, η σαλπιγγογραφία, το ορμονικό προφίλ. Η λαπαροσκόπηση είναι πολύ χρήσιμη, αν και δεν χρειάζεται πάντα. Για τον άνδρα το σπερμοδιάγραμα είναι η πιο σημαντική εξέταση. Επίσης, ο γιατρός μπορεί να ζητήσει να κάνετε και οποιαδήποτε άλλη εξέταση κρίνει χρήσιμη στην αντιμετώπιση του προβλήματος.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο χειρότερος εχθρός της γονιμότητας είναι ο χρόνος.

Η αλήθεια για το γόνιμο παράθυρο των γυναικών

Η αλήθεια για το γόνιμο παράθυρο των γυναικών

Άρθρο του Ι.Σούση, Ιατρού Αναπαραγωγής

 

Ο εμμηνορρυσιακός κύκλος των 28 ημερών φαίνεται πως είναι μυστήριο. Μόνο το 13% των γυναικών έχει εμμηνορρυσιακό κύκλο που διαρκεί 28 ημέρες, σύμφωνα με νέα μελέτη.

Οι Βρετανοί επιστήμονες του πανεπιστημίου της UCL ανέλυσαν τα στοιχεία πάνω από 600.000 ημερησίων κύκλων 124.648 γυναικών από τη Σουηδία, την Ηνωμένη Πολιτεία και τη Μεγάλη Βρετανία.

Οι ερευνητές εξέτασαν τα χαρακτηριστικά του κύκλου σε σχέση με την ηλικία, το δείκτη της σωματικής μάζας και τη θερμοκρασία των γυναικών. Τα ευρήματα δείχνουν ότι ο μέσος κύκλος είναι 29,3 ημέρες και μόνο το 13% είναι 28 ημέρες. Το 65% των γυναικών είχαν κύκλους που διήρκεσαν μεταξύ 25 και 30 ημερών.

Η πρώτη ημέρα της εμμηνόρροιας ορίζεται ως η πρώτη ημέρα του κύκλου και η ημέρα αμέσως πριν από την επόμενη μεσολάβηση ορίζεται ως τελευταία. Ο κύκλος διαιρείται σε δύο φάσεις από την ωορρηξία: στην πρώτη φάση (παραγωγική φάση) αναπτύσσεται και ωριμάζει η ωάριο και η δεύτερη (εκκριτική φάση) ξεκινά από την ωορρηξία και τελειώνει την πρώτη ημέρα του επόμενου κύκλου.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο μέσος όρος της πρώτης φάσης ήταν 16,9 ημέρες και της δεύτερης φάσης 12,4 ημέρες. Από τα 25 ως τα 45 έτη της γυναίκας, η ετήσια αύξηση της γυναίκας μειώνεται κατά μέσο όρο 0,18 ημέρες και η πρώτη φάση του κύκλου μειώνεται κατά 0,19 ημέρες. Στις παχύσαρκες γυναίκες ο κύκλος μεταβλήθηκε κατά 14% περισσότερο. Η αλλαγή του κύκλου ήταν μικρότερη σε γυναίκες που δεν ήταν παχύσαρκες ή είχαν χαμηλότερο από το κανονικό βάρος.

Η καθηγήτρια Joyce Harper από το Ινστιτούτο Υγείας των Γυναικών της UCL δήλωσε: «Η μελέτη μας είναι μοναδική καθώς αναλύθηκε πάνω από μισό εκατομμύριο κύκλοι και μας βοήθησε να κατανοήσουμε εκ νέου τα βασικά στάδια του κύκλου.

Παραδοσιακά οι μελέτες επικεντρώθηκαν σε γυναίκες με κύκλους περίπου 28 ημερών και είχαν διαμορφώσει την αντίληψή μας για τον γυναικολογικό κύκλο. Για πρώτη φορά είδαμε ότι πολύ λίγες γυναίκες έχουν κύκλους 28 ημερών και αρκετές έχουν πολύ μικρότερους ή πολύ μεγαλύτερους κύκλους ».

Πότε γίνεται η ωορρηξία

«Επίσης, αποδείξαμε ότι η ωορρηξία δεν συμβαίνει σταθερά την 14η ημέρα και έτσι είναι σημαντικό οι γυναίκες που επιθυμούν να μείνουν έγκυες να έχουν σεξουαλική επαφή στις εποχές τους. Για να προσδιορίσουν τις γόνιμες μέρες τους θα πρέπει να παρακολουθούν και τη θερμοκρασία τους, καθώς είναι φανερό ότι μόνο οι κύκλοι ημερομηνίες δεν μας παρέχουν όλες τις πληροφορίες », εξηγεί η καθηγήτρια Harper.

Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από γυναίκες ηλικίας 18 έως 45 ετών, που χρησιμοποίησαν μια εφαρμογή καταγραφής του κύκλου τους από το Σεπτέμβριο του 2016 έως το Φεβρουάριο του 2019, είχαν Δείκτης Μάζας Σώματος 15-50 και δεν είχαν χρησιμοποιήσει ορμονική αντισύλληψη 12 μήνες πριν την έναρξη της έρευνας.

Οι γυναίκες που ήθελαν να λάβουν μέρος στην έρευνα αλλά είχαν δηλώσει ότι είχαν προϋπάρχουσα ιατρική κατάσταση (υποτροπή πολυκυστικών ωοθηκών, υποθυρεοειδισμό ή ενδομητρίωση) ή που είχαν συμπτώματα εμμηνόπαυσης αποκλεισμένες.

Η άποψή μου

Οι γυναίκες που επιθυμούν να μείνουν έγκυοι πρέπει να έχουν σεξουαλικές επαφές τις γόνιμες μέρες του κύκλου τους. Αυτό αυξάνει την πιθανότητα κύησης λόγω της μεταβλητότητας του κύκλου όπως απέδειξε η παραπάνω μελέτη. Οι εφαρμογές αυτές στο μέλλον θα γίνουν πολύ πιο πρακτικές και θα διευκολύνουν ακόμη περισσότερο τα ζευγάρια στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν παιδί.

Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ: https://www.nature.com/articles/s41746-019-0152-7

Η αδενομύωση συνδέεται με δυσλειτουργία του πλακούντα, σύμφωνα με νέα έρευνα

Η αδενομύωση συνδέεται με δυσλειτουργία του πλακούντα, σύμφωνα με νέα έρευνα

Άρθρο του Ι. Σούση, Μαιευτήρα Γυναικολόγου, Ιατρού Αναπαραγωγής

 

Οι έγκυοι με ενδομητρίωση και διάχυτη αδενομύωση έχουν σχεδόν τέσσερις φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να γεννήσουν ελλιποβαρές παιδί, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελέτης Ιταλών ερευνητών που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Ultrasound Obstetrics and Gynecology.

Την τελευταία δεκαετία, πολλές μελέτες έχουν αναφέρει συσχέτιση μεταξύ της ενδομητρίωσης και των κύριων επιπλοκών που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη, συμπεριλαμβανομένων των αποβολών σε προχωρημένο στάδιο της εγκυμοσύνης, του πρόωρου τοκετού, των ελλιποβαρών εμβρύων (SGA), της υπέρτασης και της προεκλαμψίας.  Αλλά άλλες μελέτες όμως δεν έχουν καταλήξει σε παρόμοια συμπεράσματα.

Η ενδομητρίωση, κατά την οποία το ενδομήτριο εμφυτεύεται εκτός της μήτρας, συχνά συνοδεύεται από αδενομύωση, μία πάθηση κατά την οποία το ενδομήτριο διεισδύει στο τοίχωμα της μήτρας, δημιουργώντας ουλές.

Η συχνότητα της αδενομύωσης σε ασθενείς με ενδομητρίωση κυμαίνεται από 20% έως 50%. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η αδενομύωση μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών κατά την εγκυμοσύνη, αλλά λίγες μελέτες έχουν εστιάσει στη συσχέτιση μεταξύ της αδενομύωσης και των αποτελεσμάτων της εγκυμοσύνης σε ασθενείς με ενδομητρίωση.

Οι ερευνητές θέλησαν να διαπιστώσουν αν τα αποτελέσματα στις εγκύους και τα έμβρυα ήταν διαφορετικά σε γυναίκες με ενδομητρίωση μόνο, σε σύγκριση με εκείνες που είχαν ενδομητρίωση και διάχυτη ή εστιακή αδενομύωση.

Η εστιακή αδενομύωση εντοπίζεται σε ένα συγκεκριμένο σημείο της μήτρας, ενώ η διάχυτη αδενομύωση βρίσκεται σε ολόκληρη τη μήτρα.

Οι ερευνητές έκαναν μια αναδρομική ανάλυση 206 εγκύων γυναικών με ενδομητρίωση, εκ των οποίων το 71,8% είχε μόνο ενδομητρίωση, το 18,4% είχε ενδομητρίωση και εστιακή αδενομύωση (EFA) και το 9,7% ενδομητρίωση και διάχυτη αδενόμυση (EDA).

Οι συνήθεις παράγοντες κινδύνου που συνδέονται με την ανεπάρκεια του πλακούντα, όπως ο δείκτης μάζας σώματος (BMI), τα επίπεδα PAPP-A και ο μέσος δείκτης παλμικότητας της μητρικής αρτηρίας (UtA PI) στο πρώτο και το δεύτερο τρίμηνο βρέθηκε ότι ήταν σημαντικά συχνότεροι σε ασθενείς με διάχυτη αδενομύωση, σε σύγκριση με  ασθενείς που πάσχουν μόνο από ενδομητρίωση. Δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στους ασθενείς με εστιακή αδενομύωση.

Image credit:

Visit Us On FacebookVisit Us On Google PlusVisit Us On Linkedin