Τις επιπτώσεις των υψηλών και των χαμηλών θερμοκρασιών στην ανάπτυξη των εμβρύων μελέτησαν Ισραηλινοί ερευνητές.

 

Οι ερευνητές ανάλυσαν τα στοιχεία για 624.940 γυναίκες με μονήρη κύηση, που έφεραν στον κόσμο το μωρό τους στο Ισραήλ κατά την περίοδο 2010-2014. Οι ερευνητές αποκάλυψαν ότι οι πολύ υψηλές και οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες συνδέονται με τη γέννηση ελλιποβαρών μωρών. Ο πιο επιβαρυντικός παράγοντας ήταν η πολλή ζέστη κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης.

 

Στην ερευνητική ομάδα συμμετείχαν επιστήμονες από την Ιατρική Σχολή Azrieli του Πανεπιστημίου Bar-Ilan, το Τμήμα Γεωγραφίας και Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου της Χάιφα, του Πανεπιστημίου Ben-Gurion, της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας του Ισραήλ και Ισπανοί συνάδελφοί τους.

 

Οι ερευνητές συνέλεξαν δεδομένα, δημιούργησαν μοντέλα και χάρτες και ανέλυσαν όλα τα στοιχεία για τις καταγεγραμμένες γεννήσεις ζώντων βρεφών, πληροφορίες για την τοποθεσία που γεννήθηκε το κάθε μωρό και τις θερμοκρασίες καθ ‘όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

 

Στη συνέχεια χώρισαν τη χώρα σε τρεις κλιματικές ζώνες και πραγματοποίησαν μια στατιστική ανάλυση συγκρίνοντας όλα τα δεδομένα σε επίπεδο ημερών, εβδομάδων και τριμήνων καθ ‘όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, χρησιμοποιώντας την τελευταία λέξη της τεχνολογίας και τα αναλυτικά στοιχεία που έχουν καταγραφεί για κάθε εγκυμοσύνη και κάθε γέννηση.

 

Το εξαιρετικά μεταβλητό κλίμα του Ισραήλ, που καθορίζεται από το υψόμετρο, το γεωγραφικό πλάτος και την εγγύτητα στη Μεσόγειο θάλασσα, ταξινομήθηκε σε τρεις κλιματολογικές ζώνες: Μεσογειακή (χαρακτηρίζεται από ξηρό, ζεστό καλοκαίρι), ημίξηρο και έρημο/άνυδρο (και τα δύο χαρακτηρίζονται από ξηρό κλίμα και υψηλές θερμοκρασίες).

 

Οι ερευνητές πραγματοποίησαν μια στατιστική ανάλυση και αξιολόγησαν τη σχέση των θερμοκρασιών με το βάρος γέννησης των μωρών, λαμβάνοντας υπόψιν την θρησκευτική ομάδα που ανήκουν οι γονείς, το φύλο του μωρού, την οικογενειακή κατάσταση της μητέρας, την καταγωγή, την ηλικία, την εκπαίδευση, την κοινωνικοοικονομική τάξη και την εργασία τους.

 

Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι πολύ υψηλές και οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες επηρεάζουν σταθερά το βάρος γέννησης των μωρών. Οι ακραίες θερμοκρασίες παίζουν πολύ πιο σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια του δεύτερου και ιδιαίτερα του τρίτου τριμήνου.

 

Η ανάλυση και για τις τρεις κλιματικές ζώνες συνδυαστικά έδειξε αντίστροφες συσχετίσεις σχήματος U, δηλαδή οι ψυχρότερες και θερμότερες θερμοκρασίες σχετίζονται με χαμηλότερο μέσο όρο βάρους γέννησης σε σχέση τις μέσες θερμοκρασίες.

 

Το αντίστροφο μοτίβο σχήματος U ισχύει με βάση τη μέση θερμοκρασία σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

 

Οι γυναίκες που εκτέθηκαν σε μέσες θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της κύησης είχαν μωρά με βάρος 56-65 γραμμάρια μεγαλύτερο από αυτές που εκτέθηκαν σε ακραίες θερμοκρασίες, αφού διορθώθηκαν όλοι εκείνοι οι παράγοντες που θα μπορούσαν στατιστικά να επηρεάσουν το βάρος του μωρού.

 

Οι ισχυρότερες συσχετίσεις φάνηκε πως υπάρχουν όταν η έγκυος εκτίθεται σε ακραίες θερμοκρασίες κατά το τρίτο τρίμηνο της κύησης.

 

Οι αντίστροφες συσχετίσεις μεταξύ του βάρους γέννησης και των ψυχρότερων και θερμότερων θερμοκρασιών ήταν σημαντικές το πρώτο και το δεύτερο τρίμηνο, αλλά ήταν ασθενέστερες από τις αντίστοιχες εκτιμήσεις για το τρίτο τρίμηνο.

 

«Η μελέτη μας απέδειξε ότι οι υψηλές και χαμηλές θερμοκρασίες σχετίζονται άμεσα με το βάρος γέννησης σε όλες τις γεννήσεις που έγιναν στο Ισραήλ κατά τη διάρκεια των πέντε ετών. Το χαμηλότερο βάρος γέννησης μπορεί να υποδεικνύει ανωμαλίες στην ενδομήτρια ανάπτυξη και αποτελεί παράγοντα κινδύνου για νοσηρότητα κατά την πρώιμη παιδική ηλικία και γενικά στη ζωή», είπαν οι ερευνητές.

 

Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ: https://ehp.niehs.nih.gov/doi/10.1289/EHP8117