DIAGNOSIS
The symptoms of endometriosis are common in other medical conditions. We can not solely rely on the symptoms to diagnose the presence of the disease. This fact is mainly responsible for delays seen, in establishing the diagnosis of endometriosis. However, reporting and discussing your symptoms with your doctor will guide his diagnostic skills towards endometriosis.
The gold standard for the diagnosis of endometriosis is laparoscopy. During the operation, the doctor sees inside the abdomen, through a laparoscope. Endometriotic lesions can be identified and biopsies are taken, to histologically confirm its presence.
The disadvantages of laparoscopy are the cost and the invasiveness of the procedure. The surgeon should be experienced to be able recognize all forms of the disease, to take biopsies from the correct spots and to destroy the endometriotic spots either with a laser or a diathermy.
If the surgeon can not recognize all the intricate appearances of endometriosis, there is the risk of missing the diagnosis.
Physical examination of the patient, is not helpful most of the times, unless there is a large ovarian cyst or visible endometriosis on the cervix or the vagina.
A transvaginal ultrasound is very helpful for the diagnosis of ovarian cysts (endometrioma) or deep infiltrating endometriosis. In the last case, a Magnetic Resonance Imaging MRI can reveal the extend of the disease.
In cases of peritoneal endometriosis neither the transvaginal ultrasound nor the MRI have any indication.
Blood testing for CA-125 is not diagnostic of endometriosis.
The lack of a reliable diagnostic test for endometriosis is very frustrating for doctors and patients alike.
Επειδή τα συμπτώματα της ενδομητρίωσης είναι κοινά με άλλες παθήσεις, η διάγνωση της ενδομητρίωσης δεν μπορεί να βασιστεί στην παρουσία των συμπτωμάτων και μόνο. Μάλιστα είναι πολύ συχνό φαινόμενο να καθυστερεί η διάγνωση για πολλά χρόνια. Εντούτοις η αναφορά και η συζήτηση των συμπτωμάτων με το γιατρό σας είναι πολύ χρήσιμη γιατί θα κατευθύνει τη διαγνωστική του σκέψη προς την ενδομητρίωση.
Η μέθοδος αναφοράς για τη διάγνωση της ενδομητρίωσης (gold standard) είναι η λαπαροσκόπηση. Κατά τη λαπαροσκόπηση ο χειρουργός βλέπει τις εστίες της ενδομητρίωσης και μπορεί να πάρει βιοψίες για την ιστολογική επιβεβαίωση της νόσου.
Η λαπαροσκόπηση έχει το μειονέκτημα ότι είναι μια επεμβατική μέθοδος και κοστίζει. Επιπλέον ο χειρουργός πρέπει να είναι εξοικειωμένος με τη νόσο για να μπορέσει να αναγνωρίσει τις εστίες της ενδομητρίωσης, να πάρει βιοψίες από την κατάλληλη περιοχή και να τις θεραπεύσει είτε με τη διαθερμία, είτε με το laser.
Διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος ενός ψευδώς αρνητικού αποτελέσματος, δηλαδή η μη διάγνωση της νόσου ενώ υπάρχει.
Η φυσική εξέταση συνήθως είναι χωρίς ευρήματα. Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις όπου υπάρχουν μεγάλες κύστεις (ενδομητριώματα) στις ωοθήκες, ενδομητρίωση ορατή στον κόλπο ή στον τράχηλο της μήτρας.
Το διακολπικό υπερηχογράφημα μπορεί να διαγνώσει τα ωοθηκικά ενδομητριώματα και την εν τω βάθει ενδομητρίωση. Στην τελευταία περίπτωση η μαγνητική τομογραφία μπορεί να δείξει την έκταση της νόσου. Αντίθετα, στην περιτοναϊκή ενδομητρίωση τόσο το διακολπικό υπερηχογράφημα όσο και η μαγνητική τομογραφία δεν έχουν καμία ένδειξη.
Η εξέταση αίματος για CA-125 δεν μπορεί να διαγνώσει την ενδομητρίωση.
Το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποια αξιόπιστη, μη επεμβατική μέθοδος για τη διάγνωση της ενδομητρίωσης είναι εξίσου εκνευριστικό για τους γιατρούς και τις ασθενείς.